- φρουρά
- η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φρουρή Α1. φρούρηση, φύλαξη, υπεράσπιση2. ομάδα προσώπων, ιδίως στρατιωτών, που είναι υπεύθυνη για τη φρούρηση θέσεως, κτηρίου ή προσώπου (α. «η φρουρά τής βουλής» β. «καταλιπὼν ἐν ταῖς ἄκραις ἰσχυρὰς Περσέων φρουράς», Ξεν.)νεοελλ.1. το σύνολο τών στρατευμάτων που εδρεύουν σε μια πόλη («η φρουρά τής πρωτεύουσας δεν αντέδρασε στο πραξικόπημα»)2. η υπηρεσία τού φρουρού, βάρδια («απόψε είμαι φρουρά»)μσν.-αρχ.δεσμωτήριο, φυλακή («φρουρᾷ συγκλεισθέντες χρόνοις πολλοῖς», Μηναί.)αρχ.1. (ειδικά) φρούρηση κατά τη νύχτα2. φρούριο3. (στην Αττ.) στρατιώτες οι οποίοι είχαν αναλάβει την φρούρηση τών συνόρων4. (στην Σπάρτη) α) στρατιωτικό σώμα εξοπλισμένο και προορισμένο για εκστρατείαβ) συνεκδ. εκστρατεία («ἐξάγει φρουράν», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φρουρός].
Dictionary of Greek. 2013.